ἐκπνευματόω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπνευματόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς [[πνεῦμα]], ἀτμὸν ἢ ἀέριον, Ἀριστ. Προβλ. 1. 53, Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292D. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς ἀτμόν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 54., 26. 33., 33. 15, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[κάμνω]] ἢ ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ ὁ ἀήρ, ὡς π.χ. ἐκ κύστεως ἢ ἀσκοῦ, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., φουσκώνομαι διὰ τοῦ φυσήματος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 3.
|lstext='''ἐκπνευματόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς [[πνεῦμα]], ἀτμὸν ἢ ἀέριον, Ἀριστ. Προβλ. 1. 53, Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292D. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς ἀτμόν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 54., 26. 33., 33. 15, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[κάμνω]] ἢ ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ ὁ ἀήρ, ὡς π.χ. ἐκ κύστεως ἢ ἀσκοῦ, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., φουσκώνομαι διὰ τοῦ φυσήματος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> changer en vapeur, faire évaporer;<br /><b>2</b> chasser l’air (d’une vessie, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πνεῦμα]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπνευμᾰτόω Medium diacritics: ἐκπνευματόω Low diacritics: εκπνευματόω Capitals: ΕΚΠΝΕΥΜΑΤΟΩ
Transliteration A: ekpneumatóō Transliteration B: ekpneumatoō Transliteration C: ekpnevmatoo Beta Code: e)kpneumato/w

English (LSJ)

   A turn into vapour, Arist.Pr.866a3, Thphr. ap. Plu.2.292d ; fan into wind, prob. in Epicur.Ep.2p.48U.:—Pass., to be so turned, Arist.Pr.897b1, al.    II deflate, metaph., οἴημα, τῦφον, Plu.2.39d.    III in Pass., to be inflated, Thphr.CP4.9.3: metaph., ὑπὸ κτήσεως Phld.Vit.p.27J.

German (Pape)

[Seite 774] 1) in Luft od. Wind verwandeln, Theophr. bei Plut. qu. gr. 7. – 2) auslüften, übtr. austreiben, τῦφον Plut. de audit. 4. – 3) durch Wind in Bewegung setzen, aufblähen, Arist. probl. 5, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπνευματόω: μεταβάλλω εἰς πνεῦμα, ἀτμὸν ἢ ἀέριον, Ἀριστ. Προβλ. 1. 53, Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292D. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς ἀτμόν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 54., 26. 33., 33. 15, κ. ἀλλ. ΙΙ. κάμνω ἢ ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ ὁ ἀήρ, ὡς π.χ. ἐκ κύστεως ἢ ἀσκοῦ, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., φουσκώνομαι διὰ τοῦ φυσήματος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 changer en vapeur, faire évaporer;
2 chasser l’air (d’une vessie, etc.).
Étymologie: ἐκ, πνεῦμα.