εἰσκυκλέω: Difference between revisions
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσκυκλέω''': [[κυρίως]] ἐν θεάτρῳ, [[στρέφω]] τι πρὸς τὰ ἔσω διὰ μηχανήματος καὶ [[οὕτως]] [[ἀποκρύπτω]] αὐτὸ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν θεατῶν (ἴδε [[ἐκκυκλέω]]), Ἀριστοφ. Θεσμ. 265, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 8. - μεταφ., [[δαίμων]] πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, εἰσήνεγκεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1475, πρβλ. Ἀθήν. 270Ε. | |lstext='''εἰσκυκλέω''': [[κυρίως]] ἐν θεάτρῳ, [[στρέφω]] τι πρὸς τὰ ἔσω διὰ μηχανήματος καὶ [[οὕτως]] [[ἀποκρύπτω]] αὐτὸ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν θεατῶν (ἴδε [[ἐκκυκλέω]]), Ἀριστοφ. Θεσμ. 265, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 8. - μεταφ., [[δαίμων]] πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, εἰσήνεγκεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1475, πρβλ. Ἀθήν. 270Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ramener en roulant (un décor dans la coulisse);<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> ramener dans, introduire.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἑλκύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A wheel in, esp. in a theatre, turn a thing inwards by machinery, and so, withdraw it from the eyes of the spectators, Ar.Th. 265, cf. Luc.Lex.8 : generally, ὄψων παρασκευὴν εἰσκυκλουμένην Ath. 6.27oe : metaph., πράγματα δαίμων τις ἐσκεκύκληκεν ἐς τὴν οἰκίαν some spirit has wheeled ill luck into the house, Ar.V.1475 :—Pass., plunge into, τοῖς τῆς ἱστορίας διηγήμασι LXX 2 Ma.2.24:—Med., c. acc., [ἡρῷ' ἔπη].. εἰσκυκλήσομαι Poet. in BKT5(1)p.84. II εἰσκυκλήσας· περιελθών, Hsch.
German (Pape)
[Seite 744] hineindrehen, bes. im Theater das Ekkyklema (s. ἐκκυκλέω), εἴσω τινά, Ar. Th. 265; vgl. Luc. Lexiph. 8; übh. = hineinbringen, Ath. VI, 270 e; übertr., δαίμων ἄπορα πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, hat unversehens böse Händel ins Haus gebracht, Ar. Vesp. 1474.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκυκλέω: κυρίως ἐν θεάτρῳ, στρέφω τι πρὸς τὰ ἔσω διὰ μηχανήματος καὶ οὕτως ἀποκρύπτω αὐτὸ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν θεατῶν (ἴδε ἐκκυκλέω), Ἀριστοφ. Θεσμ. 265, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 8. - μεταφ., δαίμων πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, εἰσήνεγκεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1475, πρβλ. Ἀθήν. 270Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 ramener en roulant (un décor dans la coulisse);
2 en gén. ramener dans, introduire.
Étymologie: εἰς, ἑλκύω.