συννέμω: Difference between revisions
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συννέμω''': [[νέμω]], [[βόσκω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ ποιμένος. ― Παθητ., βόσκομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τοῖς θήλεσι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ μέτοχόν τινος ἢ ἑταῖρον, προσποιεῖν ἑαυτῇ καὶ συννέμειν τινὰς Πλουτ. Ρωμ. 16. ― Παθ., ὁ αὐτ. 2. 424Α, 744F. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 397. | |lstext='''συννέμω''': [[νέμω]], [[βόσκω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ ποιμένος. ― Παθητ., βόσκομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τοῖς θήλεσι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ μέτοχόν τινος ἢ ἑταῖρον, προσποιεῖν ἑαυτῇ καὶ συννέμειν τινὰς Πλουτ. Ρωμ. 16. ― Παθ., ὁ αὐτ. 2. 424Α, 744F. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 397. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=partager <i>ou</i> attribuer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νέμω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
A feed or tend together, of the shepherd:—Pass., feed with, τοῖς θήλεσι, of the males, Arist.HA572b21. 2 generally, make one's partner or associate, εἰσαγαγεῖν τὴν δοκιμασίαν συννείμαντας IG 22.850.20; Ῥώμη προσποιοῦσα ἑαυτῇ καὶ συννέμουσά τινας Plu.Rom. 16:—Pass., to be associated, Id.2.424a; ποιητικὴν μουσικῇ -ομένην ib.744f; ἀχθόμενος ἐπὶ τῷ -νέμεσθαι πολλάκις Ἀκέστορι Satyr.Vit.Eur. Fr.39xv29; cf. συννομέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συννέμω: νέμω, βόσκω ὁμοῦ, ἐπὶ ποιμένος. ― Παθητ., βόσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τοῖς θήλεσι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ μέτοχόν τινος ἢ ἑταῖρον, προσποιεῖν ἑαυτῇ καὶ συννέμειν τινὰς Πλουτ. Ρωμ. 16. ― Παθ., ὁ αὐτ. 2. 424Α, 744F. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 397.