τρίλιθος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(6_17)
(42)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίλῐθος''': -ον, ὁ ἐκ τριῶν λίθων, Γλωσσ.· - τὸ τρίλιθον, [[ναός]] τις (ἐν Ἡλιουπόλει, Bâlbec) ἔχων κίονας πελωρίους, ὧν [[ἕκαστος]] σύγκειται ἐκ τριῶν λίθων, «κατέλυσε δὲ καὶ τὸ ἱερὸν Ἡλιουπόλεως τὸ μέγα καὶ περιβόητον τὸ λεγόμενον τρίλιθον» Ἰω. Μαλάλ. σ. 344, 22, Χρον. Πασχάλ. σ. 303D, κλπ.
|lstext='''τρίλῐθος''': -ον, ὁ ἐκ τριῶν λίθων, Γλωσσ.· - τὸ τρίλιθον, [[ναός]] τις (ἐν Ἡλιουπόλει, Bâlbec) ἔχων κίονας πελωρίους, ὧν [[ἕκαστος]] σύγκειται ἐκ τριῶν λίθων, «κατέλυσε δὲ καὶ τὸ ἱερὸν Ἡλιουπόλεως τὸ μέγα καὶ περιβόητον τὸ λεγόμενον τρίλιθον» Ἰω. Μαλάλ. σ. 344, 22, Χρον. Πασχάλ. σ. 303D, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίλιθος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] λίθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίλιθο</i><br />[[μνημείο]] από [[τρεις]] λίθους<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ονομασία]] ναού που είχε πελώριους κίονες από τους οποίους ο [[καθένας]] είχε [[τρεις]] λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>έξηκοντά</i>-<i>λιθος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1144] von, mit drei Steinen, bes. Edelsteinen, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τρίλῐθος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν λίθων, Γλωσσ.· - τὸ τρίλιθον, ναός τις (ἐν Ἡλιουπόλει, Bâlbec) ἔχων κίονας πελωρίους, ὧν ἕκαστος σύγκειται ἐκ τριῶν λίθων, «κατέλυσε δὲ καὶ τὸ ἱερὸν Ἡλιουπόλεως τὸ μέγα καὶ περιβόητον τὸ λεγόμενον τρίλιθον» Ἰω. Μαλάλ. σ. 344, 22, Χρον. Πασχάλ. σ. 303D, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίλιθος, -ον, ΝΜ
αυτός που αποτελείται από τρεις λίθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίλιθο
μνημείο από τρεις λίθους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. ονομασία ναού που είχε πελώριους κίονες από τους οποίους ο καθένας είχε τρεις λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λίθος (πρβλ. έξηκοντά-λιθος)].