Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπαραπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6_2)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαραπλέω''': [[παραπλέω]] [[προσέτι]], Πολύβ. 5. 68, 9, Διόδ., κτλ.
|lstext='''συμπαραπλέω''': [[παραπλέω]] [[προσέτι]], Πολύβ. 5. 68, 9, Διόδ., κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[παραπλέω]]<br /><b>1.</b> [[πλέω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παρακολουθώ]] κάποιον πλέοντας [[κοντά]] του («αὐτὸς μὲν ἄγων [[πεζῇ]] τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραπλέω Medium diacritics: συμπαραπλέω Low diacritics: συμπαραπλέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΠΛΕΩ
Transliteration A: symparapléō Transliteration B: symparapleō Transliteration C: symparapleo Beta Code: sumparaple/w

English (LSJ)

   A sail along with also, Plb.5.68.9, D.S.4.18, Plu.Demetr.19, Arr.Fr.127J., etc.

German (Pape)

[Seite 984] (s. πλέω), mit, zugleich nebenher schiffen, Pol. 5, 68, 9.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραπλέω: παραπλέω προσέτι, Πολύβ. 5. 68, 9, Διόδ., κτλ.

Greek Monolingual

Α παραπλέω
1. πλέω κοντά σε κάποιον
2. (κατ' επέκτ.) παρακολουθώ κάποιον πλέοντας κοντά του («αὐτὸς μὲν ἄγων πεζῇ τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», Πλούτ.).