ἡρμοσμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_6) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡρμοσμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἁρμόζω]], ἁρμοδίως, προσφυῶς, Διόδ. 17. 19. | |lstext='''ἡρμοσμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἁρμόζω]], ἁρμοδίως, προσφυῶς, Διόδ. 17. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡρμοσμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> επιτήδεια, αρμόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. <i>ηρμοσμένος</i> του [[αρμόζω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ἁρμόζω)
A fitly, D.S.17.19.
German (Pape)
[Seite 1176] passend, schicklich, D. Sic. 17, 19, öfter in Schol.
Greek (Liddell-Scott)
ἡρμοσμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἁρμόζω, ἁρμοδίως, προσφυῶς, Διόδ. 17. 19.
Greek Monolingual
ἡρμοσμένως (Α)
επίρρ. επιτήδεια, αρμόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηρμοσμένος του αρμόζω].