συγκουφίζω: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκουφίζω''': [[ὁμοῦ]] σηκώνω ἢ [[ἐλαφρύνω]], τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα [[ὥστε]] νὰ μένῃ [[ὑπεράνω]] τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6. | |lstext='''συγκουφίζω''': [[ὁμοῦ]] σηκώνω ἢ [[ἐλαφρύνω]], τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα [[ὥστε]] νὰ μένῃ [[ὑπεράνω]] τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=contribuer à alléger, à soulager.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κουφίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A help to lift or lighten, τὸ βάρος S.E.P.3.15; help to keep above water, τινα Luc.Tox.20, cf. DDeor.20.6.
German (Pape)
[Seite 969] mit erleichtern; Luc. D. D. 20, 6 Tox. 20, S. Em. pyrrh. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
συγκουφίζω: ὁμοῦ σηκώνω ἢ ἐλαφρύνω, τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα ὥστε νὰ μένῃ ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.