χιμέτλη: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χιμέτλη''': ἡ, = [[χίμετλον]], Διοσκ. 1. 149, 183., 2. 44. | |lstext='''χιμέτλη''': ἡ, = [[χίμετλον]], Διοσκ. 1. 149, 183., 2. 44. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[χιμέθλη]] και [[χειμέτλη]] και [[χειμέθλη]], ἡ, Α<br />[[χίμετλο]], [[χιονίστρα]] («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. της λ. [[χίμετλον]], με [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] τα θηλ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = χίμετλον, Dsc.1.128, 2.42.
Greek (Liddell-Scott)
χιμέτλη: ἡ, = χίμετλον, Διοσκ. 1. 149, 183., 2. 44.
Greek Monolingual
και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α
χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].