κατέργνυμι: Difference between revisions

From LSJ
(6_23)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατέργνυμι''': κατέργω, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατείρ-, Ἡρόδ.
|lstext='''κατέργνυμι''': κατέργω, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατείρ-, Ἡρόδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατέργνυμι]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[κατείργω]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κατέργνυμι: κατέργω, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατείρ-, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

κατέργνυμι (Α)
ιων. τ. βλ. κατείργω.