χρηστόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(6_17) |
(47b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρηστόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων ἢ παράγων καλοὺς καρπούς, [[χρηστόκαρπος]] [[χώρα]] Στράβων 282. | |lstext='''χρηστόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων ἢ παράγων καλοὺς καρπούς, [[χρηστόκαρπος]] [[χώρα]] Στράβων 282. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[τόπο]]) αυτός που παράγει καρπούς καλής ποιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξηρό</i>-<i>καρπος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having, bearing good fruits, ib.3.6.
German (Pape)
[Seite 1376] gute Früchte tragend, hervorbringend, Strab. 6, 2,3.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἢ παράγων καλοὺς καρπούς, χρηστόκαρπος χώρα Στράβων 282.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπο) αυτός που παράγει καρπούς καλής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + καρπός (πρβλ. ξηρό-καρπος)].