τυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡροφόρος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] τυροῦ κατεσκευασμένος, ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, [[πλακοῦς]] Ἀνθ. Π. 6. 155· πρβλ. [[τυρόνωτος]].
|lstext='''τῡροφόρος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] τυροῦ κατεσκευασμένος, ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, [[πλακοῦς]] Ἀνθ. Π. 6. 155· πρβλ. [[τυρόνωτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />recouvert de fromage (gâteau).<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροφόρος Medium diacritics: τυροφόρος Low diacritics: τυροφόρος Capitals: ΤΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: tyrophóros Transliteration B: tyrophoros Transliteration C: tyroforos Beta Code: turofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A with cheese on it, πλακοῦς AP6.155 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 1165] Käse tragend, habend, enttzaltend, πλακόεις, Theodorid. 5 (VI, 155).

Greek (Liddell-Scott)

τῡροφόρος: -ον, ὁ μετὰ τυροῦ κατεσκευασμένος, ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, πλακοῦς Ἀνθ. Π. 6. 155· πρβλ. τυρόνωτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recouvert de fromage (gâteau).
Étymologie: τυρός, φέρω.