μαῦλις: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαῦλις''': -ιδος, ἢ ιος, ἡ, [[μαστροπός]], [[προαγωγός]], [[πορνοβοσκός]], Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = [[μαστροπεύω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] μαυλιστής, οῦ, ὁ, = [[μαστροπός]], Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον [[νόμισμα]], λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. [[μάχαιρα]], δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - [[ὡσαύτως]] μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ. | |lstext='''μαῦλις''': -ιδος, ἢ ιος, ἡ, [[μαστροπός]], [[προαγωγός]], [[πορνοβοσκός]], Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = [[μαστροπεύω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] μαυλιστής, οῦ, ὁ, = [[μαστροπός]], Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον [[νόμισμα]], λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. [[μάχαιρα]], δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - [[ὡσαύτως]] μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[μαυλίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ιδος, or ιος, ἡ,
A bawd, procuress, Hsch.: hence, μαυλ-ίζω, = μαστροπεύω, Id. s.v. μαστροπός, Sch.Ar.Nu.976:
μαῦλις (B), ἡ,
A knife, acc. μαῦλιν Call.Aet.3.1.9; dat. μαύλιδι Nic. Th.706; nom. pl. μαύλιες AP15.25 (Besant.):—also μαυλία, ἡ, in acc. pl. -ίας, Sch.Th.1.6, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μαῦλις: -ιδος, ἢ ιος, ἡ, μαστροπός, προαγωγός, πορνοβοσκός, Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = μαστροπεύω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν μαυλιστής, οῦ, ὁ, = μαστροπός, Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον νόμισμα, λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. μάχαιρα, δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - ὡσαύτως μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
c. μαυλίς.