Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δρομάασκε: Difference between revisions

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
(6_2)
(1b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρομάασκε''': [[λείψανον]] παλαιοῦ τινος ῥήματος δρομάω = [[τρέχω]], Ἡσ. Ἀποσπ. 2· ἀλλ’ ὁ [[ἀνάλογος]] [[τύπος]] θὰ ἦτο δρώμασκε (δρωμάω) Λοβ. Φρύν. 583, καὶ τὰ Ἑνετ. Σχόλ. Ἰλ. Υ. 227 ἔχουσι φοίτασκε· ― πρκμ. δεδρόμηκε Βάβρ. 60. 8· πρβλ. ὑπαιδεδρόμᾱκα Σαπφ. 2. 10.
|lstext='''δρομάασκε''': [[λείψανον]] παλαιοῦ τινος ῥήματος δρομάω = [[τρέχω]], Ἡσ. Ἀποσπ. 2· ἀλλ’ ὁ [[ἀνάλογος]] [[τύπος]] θὰ ἦτο δρώμασκε (δρωμάω) Λοβ. Φρύν. 583, καὶ τὰ Ἑνετ. Σχόλ. Ἰλ. Υ. 227 ἔχουσι φοίτασκε· ― πρκμ. δεδρόμηκε Βάβρ. 60. 8· πρβλ. ὑπαιδεδρόμᾱκα Σαπφ. 2. 10.
}}
{{elru
|elrutext='''δρομάασκε:''' Hes. 3 л. sing. aor. iter. к *[[δρομάω]].
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρομάασκε Medium diacritics: δρομάασκε Low diacritics: δρομάασκε Capitals: ΔΡΟΜΑΑΣΚΕ
Transliteration A: dromáaske Transliteration B: dromaaske Transliteration C: dromaaske Beta Code: droma/aske

English (LSJ)

   A v. δρομάω.

Greek (Liddell-Scott)

δρομάασκε: λείψανον παλαιοῦ τινος ῥήματος δρομάω = τρέχω, Ἡσ. Ἀποσπ. 2· ἀλλ’ ὁ ἀνάλογος τύπος θὰ ἦτο δρώμασκε (δρωμάω) Λοβ. Φρύν. 583, καὶ τὰ Ἑνετ. Σχόλ. Ἰλ. Υ. 227 ἔχουσι φοίτασκε· ― πρκμ. δεδρόμηκε Βάβρ. 60. 8· πρβλ. ὑπαιδεδρόμᾱκα Σαπφ. 2. 10.

Russian (Dvoretsky)

δρομάασκε: Hes. 3 л. sing. aor. iter. к *δρομάω.