περιέννυμι: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιέννῡμι''': [[περιβάλλω]], [[ἐνδύω]], περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. [[περιτίθημι]] Ι.
|lstext='''περιέννῡμι''': [[περιβάλλω]], [[ἐνδύω]], περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. [[περιτίθημι]] Ι.
}}
{{bailly
|btext=revêtir;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιέννυμαι s’envelopper de, se couvrir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἕννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέννῡμι Medium diacritics: περιέννυμι Low diacritics: περιέννυμι Capitals: ΠΕΡΙΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: periénnymi Transliteration B: periennymi Transliteration C: periennymi Beta Code: perie/nnumi

English (LSJ)

Ep. Verb used in aor. Act. and Med.,

   A put round, περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Il.16.670,680 ; περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε 18.451 :—Med., [χλαῖναν] περιέσσασθαι to put on one's cloak, Hes.Op. 539.

German (Pape)

[Seite 574] (s. ἕννυμι), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασθαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.

Greek (Liddell-Scott)

περιέννῡμι: περιβάλλω, ἐνδύω, περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. περιτίθημι Ι.

French (Bailly abrégé)

revêtir;
Moy. περιέννυμαι s’envelopper de, se couvrir de, acc..
Étymologie: περί, ἕννυμι.