παλίμβαμος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίμβᾱμος''': -ον, (βαίνω) [[παλιμπόρευτος]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, [[διότι]] ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.
|lstext='''πᾰλίμβᾱμος''': -ον, (βαίνω) [[παλιμπόρευτος]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, [[διότι]] ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui va et vient.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[βῆμα]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμβᾱμος Medium diacritics: παλίμβαμος Low diacritics: παλίμβαμος Capitals: ΠΑΛΙΜΒΑΜΟΣ
Transliteration A: palímbamos Transliteration B: palimbamos Transliteration C: palimvamos Beta Code: pali/mbamos

English (LSJ)

ον, (βαίνω)

   A walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.P.9.18.

German (Pape)

[Seite 448] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμβᾱμος: -ον, (βαίνω) παλιμπόρευτος, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, διότι ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui va et vient.
Étymologie: πάλιν, βῆμα.