τιβήν: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τιβήν''': ῆνος, ὁ, = [[τρίπους]], Λυκόφρ. 1104. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τιβήν]]· [[λέβης]], [[τρίπους]]».
|lstext='''τιβήν''': ῆνος, ὁ, = [[τρίπους]], Λυκόφρ. 1104. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τιβήν]]· [[λέβης]], [[τρίπους]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ῆνος, ὁ, Α<br />ο [[τρίποδας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης και ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιβήν Medium diacritics: τιβήν Low diacritics: τιβήν Capitals: ΤΙΒΗΝ
Transliteration A: tibḗn Transliteration B: tibēn Transliteration C: tivin Beta Code: tibh/n

English (LSJ)

ῆνος, ὁ,

   A = τρίπους, Lyc.1104:—also τίβηνος· λέβης, τρίπους, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1109] ῆνος, ὁ, = τρίπους, Dreifuß, Lycophr. 1104, wird von τρίς u. βαίνω abgeleitet, vgl. Lob. parall. 138.

Greek (Liddell-Scott)

τιβήν: ῆνος, ὁ, = τρίπους, Λυκόφρ. 1104. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τιβήν· λέβης, τρίπους».

Greek Monolingual

-ῆνος, ὁ, Α
ο τρίποδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης και ετυμολ.].