μορμολυκεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μορμολῠκεῖον''': ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, [[φόβητρον]] ἢ [[προσωπεῖον]] εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15. | |lstext='''μορμολῠκεῖον''': ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, [[φόβητρον]] ἢ [[προσωπεῖον]] εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou</i> [[μορμολύκειον]];<br />ου (τό) :<br />mannequin pour faire peur aux enfants.<br />'''Étymologie:''' [[μορμολύττω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A bogey, hobgoblin, Ar.Th.417 (pl.), Pl.Phd.77e, Socr. ap. Arr.Epict.2.1.15 (pl.), Gal.Protr.10. 2 μ. κωμῳδικόν comic mask, Ar.Fr.31, cf. 131.
Greek (Liddell-Scott)
μορμολῠκεῖον: ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, φόβητρον ἢ προσωπεῖον εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ou μορμολύκειον;
ου (τό) :
mannequin pour faire peur aux enfants.
Étymologie: μορμολύττω.