ὑπνικός: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ὕπνον]], ὁ προξενῶν [[ὕπνον]], [[ὑπνωτικός]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10· - ὑπνιακὸς παρ’ Ἡσυχ. ἐν λ. [[μυστικός]].
|lstext='''ὑπνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ὕπνον]], ὁ προξενῶν [[ὕπνον]], [[ὑπνωτικός]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10· - ὑπνιακὸς παρ’ Ἡσυχ. ἐν λ. [[μυστικός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui fait dormir, soporifique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνικός Medium diacritics: ὑπνικός Low diacritics: υπνικός Capitals: ΥΠΝΙΚΟΣ
Transliteration A: hypnikós Transliteration B: hypnikos Transliteration C: ypnikos Beta Code: u(pniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for sleep, producing sleep, Hp.Liqu.1, Aret.CA1.10: ὑπνικόν, τό, name of a plant, Zopyr. ap. Orib.14.50.2:—-ὑπνιακός, in Hsch. s.v. μυστικός.

German (Pape)

[Seite 1207] zum Schlafen gehörig, Schlaf machend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕπνον, ὁ προξενῶν ὕπνον, ὑπνωτικός, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10· - ὑπνιακὸς παρ’ Ἡσυχ. ἐν λ. μυστικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui fait dormir, soporifique.
Étymologie: ὕπνος.