θανατηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰνᾰτηφόρος''': -ον, φέρων θάνατον, [[θανάσιμος]], αἶσα, Αἰσχύλ. Χο. 369· ἐπὶ κτυπημάτων ἢ δυστυχημάτων, Ἱππ. Ἄρθρ. 815· γένεθλα … θανατηφόρα κεῖται, προξενοῦντα θάνατον διὰ μιάσματος, Σοφ. Ο. Τ. 181 (λυρ.)· πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32· θανατηφόρον ᾄδω, [[ψάλλω]] ᾆσμα θανάτου, [[νυκτικόραξ]] ᾄδει θανατηφόρον Ἀνθ. Π. 11. 186. Πρβλ. [[θανατοφόρος]].
|lstext='''θᾰνᾰτηφόρος''': -ον, φέρων θάνατον, [[θανάσιμος]], αἶσα, Αἰσχύλ. Χο. 369· ἐπὶ κτυπημάτων ἢ δυστυχημάτων, Ἱππ. Ἄρθρ. 815· γένεθλα … θανατηφόρα κεῖται, προξενοῦντα θάνατον διὰ μιάσματος, Σοφ. Ο. Τ. 181 (λυρ.)· πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32· θανατηφόρον ᾄδω, [[ψάλλω]] ᾆσμα θανάτου, [[νυκτικόραξ]] ᾄδει θανατηφόρον Ἀνθ. Π. 11. 186. Πρβλ. [[θανατοφόρος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte <i>ou</i> donne la mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1186] todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεθλα Soph. O. R. 181; περίοδος Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτηφόρος: -ον, φέρων θάνατον, θανάσιμος, αἶσα, Αἰσχύλ. Χο. 369· ἐπὶ κτυπημάτων ἢ δυστυχημάτων, Ἱππ. Ἄρθρ. 815· γένεθλα … θανατηφόρα κεῖται, προξενοῦντα θάνατον διὰ μιάσματος, Σοφ. Ο. Τ. 181 (λυρ.)· πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32· θανατηφόρον ᾄδω, ψάλλω ᾆσμα θανάτου, νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον Ἀνθ. Π. 11. 186. Πρβλ. θανατοφόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou donne la mort.
Étymologie: θάνατος, φέρω.