ὀλιγώρημα: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6_21) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλιγώρημα''': τό, [[πρᾶξις]] περιφρονήσεως, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6. | |lstext='''ὀλιγώρημα''': τό, [[πρᾶξις]] περιφρονήσεως, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ὀλιγώρημα]]) [[ολιγωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμέλεια]] που παρατηρείται μόνο μία [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πράξη]] περιφρόνησης. | |||
}} | }} |