πύρρα: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύρρᾱ''': ἡ, (πυρρὸς) πτηνόν τι ἐρυθρὸν τὸ [[χρῶμα]], Αἰλ. περὶ Ζῴων 4. 5. ΙΙ. μυθολογικὸν [[ὄνομα]] τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἐρυθρὰ γῆ, [[ὅθεν]] ὁ [[μῦθος]] τῆς Πύρρας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος, M. Müller Sc. of Lang. I. σ. 12. | |lstext='''πύρρᾱ''': ἡ, (πυρρὸς) πτηνόν τι ἐρυθρὸν τὸ [[χρῶμα]], Αἰλ. περὶ Ζῴων 4. 5. ΙΙ. μυθολογικὸν [[ὄνομα]] τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἐρυθρὰ γῆ, [[ὅθεν]] ὁ [[μῦθος]] τῆς Πύρρας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος, M. Müller Sc. of Lang. I. σ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte d’oiseau rouge.<br />'''Étymologie:''' [[πυρρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (πυρρός)
A a red-coloured bird, Ael.NA4.5.
Greek (Liddell-Scott)
πύρρᾱ: ἡ, (πυρρὸς) πτηνόν τι ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, Αἰλ. περὶ Ζῴων 4. 5. ΙΙ. μυθολογικὸν ὄνομα τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἐρυθρὰ γῆ, ὅθεν ὁ μῦθος τῆς Πύρρας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος, M. Müller Sc. of Lang. I. σ. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sorte d’oiseau rouge.
Étymologie: πυρρός.