σπαλακία: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_9)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰλᾰκία''': ἡ, [[ἐλάττωμα]] τῶν ὀφθαλμῶν, [[ἀδυναμία]] τῆς ὁράσεως, «[[πήρωσις]]» Ἡσύχ.
|lstext='''σπᾰλᾰκία''': ἡ, [[ἐλάττωμα]] τῶν ὀφθαλμῶν, [[ἀδυναμία]] τῆς ὁράσεως, «[[πήρωσις]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[εξασθένηση]] της όρασης<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πήρωσις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπάλαξ]], -<i>ακος</i> «τυφλοπόντικας» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυωπ</i>-<i>ία</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰλᾰκία Medium diacritics: σπαλακία Low diacritics: σπαλακία Capitals: ΣΠΑΛΑΚΙΑ
Transliteration A: spalakía Transliteration B: spalakia Transliteration C: spalakia Beta Code: spalaki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A dim-sightedness, Hsch.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, ein Fehler am Auge, Hesych., von

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰλᾰκία: ἡ, ἐλάττωμα τῶν ὀφθαλμῶν, ἀδυναμία τῆς ὁράσεως, «πήρωσις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. μεγάλη εξασθένηση της όρασης
2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, -ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα -ία (πρβλ. μυωπ-ία)].