στένωμα: Difference between revisions
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
(6_22) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στένωμα''': τό, στενὸς [[τόπος]] ἢ [[δίοδος]], [[πέραμα]], Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ., ἐν ἀρχ. | |lstext='''στένωμα''': τό, στενὸς [[τόπος]] ἢ [[δίοδος]], [[πέραμα]], Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ., ἐν ἀρχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στενῶ]]<br />[[στενός]] [[τόπος]] ή στενή [[δίοδος]], [[πέρασμα]] (α. «τὰ κατὰ Θεσσαλίαν στενώματα», Σχόλ.Ιλ.<br />β. «μάνδραις ᾠκοδομημέναις ἐν στενώμασιν», Περίπλ. Ερ. Θαλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> εντοπισμένος μεγάλου βαθμού [[περιορισμός]] του αυλού ενός σωληνοειδούς κοίλου οργάνου (α. «[[στένωμα]] της ουρήθρας» β. «[[στένωμα]] του εντέρου»). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A narrow place or pass, Peripl.M.Rubr.2.
German (Pape)
[Seite 936] τό, das Verengte, die Enge, Schol. Il. 12, 66.
Greek (Liddell-Scott)
στένωμα: τό, στενὸς τόπος ἢ δίοδος, πέραμα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ., ἐν ἀρχ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στενῶ
στενός τόπος ή στενή δίοδος, πέρασμα (α. «τὰ κατὰ Θεσσαλίαν στενώματα», Σχόλ.Ιλ.
β. «μάνδραις ᾠκοδομημέναις ἐν στενώμασιν», Περίπλ. Ερ. Θαλ.)
νεοελλ.
ιατρ. εντοπισμένος μεγάλου βαθμού περιορισμός του αυλού ενός σωληνοειδούς κοίλου οργάνου (α. «στένωμα της ουρήθρας» β. «στένωμα του εντέρου»).