θυροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(6_15)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυροφύλαξ''': ὁ, ὁ φυλάττων τὴν θύραν, [[θυρωρός]], Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 69· [[ῥομφαία]] θ. Ἐκκλ.
|lstext='''θυροφύλαξ''': ὁ, ὁ φυλάττων τὴν θύραν, [[θυρωρός]], Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 69· [[ῥομφαία]] θ. Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />αυτός που φυλάγει την πόρτα, ο [[θυρωρός]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠροφύλαξ Medium diacritics: θυροφύλαξ Low diacritics: θυροφύλαξ Capitals: ΘΥΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: thyrophýlax Transliteration B: thyrophylax Transliteration C: thyrofylaks Beta Code: qurofu/lac

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ,

   A door-keeper, Sch.Il.22.69, prob. in Fronto Epig.Gr.5.1.

German (Pape)

[Seite 1227] ακος, ὁ, der Thürwächter, Schol. Il. 22, 69.

Greek (Liddell-Scott)

θυροφύλαξ: ὁ, ὁ φυλάττων τὴν θύραν, θυρωρός, Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 69· ῥομφαία θ. Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θυροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που φυλάγει την πόρτα, ο θυρωρός.