ῥηκτικός: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥηκτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ἱκανὸς νὰ διαρρήξῃ, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικὸν Ἱππ. 1175Β.
|lstext='''ῥηκτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ἱκανὸς νὰ διαρρήξῃ, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικὸν Ἱππ. 1175Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥηκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥήκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ρηκτική [[οβίδα]]» ή «ρηκτικό [[βλήμα]]» — [[βλήμα]] που προορίζεται για τη [[διάτρηση]] πολύ ανθεκτικών στόχων, αλλ. [[ρήκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] για [[διάρρηξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ή επιφέρει [[διάρρηξη]] αποστήματος.
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηκτικός Medium diacritics: ῥηκτικός Low diacritics: ρηκτικός Capitals: ΡΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: rhēktikós Transliteration B: rhēktikos Transliteration C: riktikos Beta Code: r(hktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apt to burst, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικόν Hp.Epid.6.3.6.    2 causing abscesses to break, Aët.15.17.

German (Pape)

[Seite 840] zum Zerreißen, Zerbrechen gehörig, geschickt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥηκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ἱκανὸς νὰ διαρρήξῃ, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικὸν Ἱππ. 1175Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ ῥήκτης
νεοελλ.
φρ. «ρηκτική οβίδα» ή «ρηκτικό βλήμα» — βλήμα που προορίζεται για τη διάτρηση πολύ ανθεκτικών στόχων, αλλ. ρήκτης
αρχ.
1. ο κατάλληλος ή ικανός για διάρρηξη
2. αυτός που προκαλεί ή επιφέρει διάρρηξη αποστήματος.