Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰσυουργός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(6_15)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰσυουργός''': -όν, (*[[ἔργω]])= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 176.
|lstext='''οἰσυουργός''': -όν, (*[[ἔργω]])= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 176.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰσυουργός]], -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰσύα]] «το [[φυτό]] [[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιν</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσῠουργός Medium diacritics: οἰσυουργός Low diacritics: οισυουργός Capitals: ΟΙΣΥΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: oisyourgós Transliteration B: oisyourgos Transliteration C: oisyourgos Beta Code: oi)suourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A working in osier-twigs, Eup.433.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσυουργός: -όν, (*ἔργω)= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» Πολυδ. Ζ΄, 176.

Greek Monolingual

οἰσυουργός, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν-ουργός].