περίψημα: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίψημα''': τό, τὸ ἀποσπογγιζόμενον, περιττὸν [[πρᾶγμα]] καὶ ἀπορρίψιμον, «σκουπίδι», ἐπὶ φαύλου ἢ μηδαμινοῦ ἀνθρώπου, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. δ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 9282, Φώτ.· ἴδε [[κάθαρμα]] Ι. 2. | |lstext='''περίψημα''': τό, τὸ ἀποσπογγιζόμενον, περιττὸν [[πρᾶγμα]] καὶ ἀπορρίψιμον, «σκουπίδι», ἐπὶ φαύλου ἢ μηδαμινοῦ ἀνθρώπου, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. δ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 9282, Φώτ.· ἴδε [[κάθαρμα]] Ι. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on ôte en frottant tout autour, ordure;<br /><b>2</b> délivrance.<br />'''Étymologie:''' [[περιψάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything wiped off, offscouring, of a vile person (or scapegoat), 1 Ep.Cor.4.13, Phot.; π. σου your humble servant, CIL8.12924 (Carthage), LW2493 (Syria), Classical Studies in honor of J.C.Rolfe 318 (Ostia) ; peripsuma su (sic), Dessau ILS5725 (Brixia).
German (Pape)
[Seite 601] τό, das, was beim Abwischen od. Reinigen abgeht, Unreinigkeit, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
περίψημα: τό, τὸ ἀποσπογγιζόμενον, περιττὸν πρᾶγμα καὶ ἀπορρίψιμον, «σκουπίδι», ἐπὶ φαύλου ἢ μηδαμινοῦ ἀνθρώπου, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. δ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 9282, Φώτ.· ἴδε κάθαρμα Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on ôte en frottant tout autour, ordure;
2 délivrance.
Étymologie: περιψάω.