γνώστης: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνώστης''': -ου, ὁ, ὁ γιγνώσκων, τῶν ἐθῶν Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 3· ἰδίως ὁ γιγνώσκων τὸ μέλλον, [[προφήτης]], [[μάντις]], Ἑβδ. (1 Βασιλ. κη΄ , 3). ΙΙ. = [[γνωστήρ]], [[ἐγγυητής]], [[βεβαιωτής]], Πλούτ. Φλαμ. 4, κτλ. | |lstext='''γνώστης''': -ου, ὁ, ὁ γιγνώσκων, τῶν ἐθῶν Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 3· ἰδίως ὁ γιγνώσκων τὸ μέλλον, [[προφήτης]], [[μάντις]], Ἑβδ. (1 Βασιλ. κη΄ , 3). ΙΙ. = [[γνωστήρ]], [[ἐγγυητής]], [[βεβαιωτής]], Πλούτ. Φλαμ. 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />répondant, garant.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one that knows, τῶν ἐθῶν Act.Ap.26.3; τοῦ εὐαγγελίου Sammelb.421.1 (iii A. D.): esp.one who knows the future, diviner, LXX 1 Ki.28.3. II = γνωστήρ, surety, γ. τῆς πίστεως Plu.Flam.4; expert witness or valuer, PLips.106.10 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 499] ὁ, dasselbe; πίστεως παρέχεσθαι καὶ βεβαιωτήν Plut. Flam. 4; übh. der Kenner, N. T.; vgl. Möris p. 116.
Greek (Liddell-Scott)
γνώστης: -ου, ὁ, ὁ γιγνώσκων, τῶν ἐθῶν Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 3· ἰδίως ὁ γιγνώσκων τὸ μέλλον, προφήτης, μάντις, Ἑβδ. (1 Βασιλ. κη΄ , 3). ΙΙ. = γνωστήρ, ἐγγυητής, βεβαιωτής, Πλούτ. Φλαμ. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
répondant, garant.
Étymologie: γιγνώσκω.