στεπτήριος: Difference between revisions
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_17) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεπτήριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ. | |lstext='''στεπτήριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στέψη]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε [[στέψη]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Στεπτήριον</i><br />[[γιορτή]] την οποία τελούσαν [[κάθε]] [[εννέα]] [[χρόνια]] σε [[ανάμνηση]] της επανόδου του Απόλλωνος από την [[κοιλάδα]] τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί [[μετά]] από τον φόνο του Πύθωνος<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στεπτήρια<br />στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρεπ</i>-<i>τήριος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of or for crowning, τὰ σ.,= στέμματα, Hsch.: Στεπτήριον, τό, a festival at Delphi, Plu.2.293c.
German (Pape)
[Seite 936] zum Bekränzen gehörig; τὰ στεπτήρια, = στέμματα, Hesych. Vgl. σεπτήριος.
Greek (Liddell-Scott)
στεπτήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη
2. αυτός που αρμόζει σε στέψη
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον
γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση της επανόδου του Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί μετά από τον φόνο του Πύθωνος
4. (κατά τον Ησύχ.) «στεπτήρια
στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θρεπ-τήριος)].