καταλαλιά: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλᾰλιά''': ἡ, κακὴ [[φήμη]], [[συκοφαντία]], [[κατηγορία]], [[κατάκρισις]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ. | |lstext='''καταλᾰλιά''': ἡ, κακὴ [[φήμη]], [[συκοφαντία]], [[κατηγορία]], [[κατάκρισις]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />mauvais propos, parole méchante <i>ou</i> injurieuse.<br />'''Étymologie:''' [[κατάλαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A evil report, slander, LXXWi.1.11, 1 Ep.Pet.2.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1358] ἡ, üble Nachrede, Beschuldigung, N. T., von Thom. Mag. verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
καταλᾰλιά: ἡ, κακὴ φήμη, συκοφαντία, κατηγορία, κατάκρισις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
mauvais propos, parole méchante ou injurieuse.
Étymologie: κατάλαλος.