μάχλης: Difference between revisions

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
(6_19)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάχλης''': -ου, ὁ, = [[μάχλος]], Ἡσύχ.· θηλ. μαχλίς, [[αὐτόθι]].
|lstext='''μάχλης''': -ου, ὁ, = [[μάχλος]], Ἡσύχ.· θηλ. μαχλίς, [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μάχλης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[μάχλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μάχλος]] «[[λάγνος]], [[ακόλαστος]]», [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάχλης Medium diacritics: μάχλης Low diacritics: μάχλης Capitals: ΜΑΧΛΗΣ
Transliteration A: máchlēs Transliteration B: machlēs Transliteration C: machlis Beta Code: ma/xlhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = μάχλος, Hsch.:—fem. μαχλίς, Id.

German (Pape)

[Seite 103] ὁ, = μάχλος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μάχλης: -ου, ὁ, = μάχλος, Ἡσύχ.· θηλ. μαχλίς, αὐτόθι.

Greek Monolingual

μάχλης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο μάχλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάχλος «λάγνος, ακόλαστος», κατά τα αρσ. σε -ής].