ἀτμώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(6_7) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), ὁ περιέχων ἀτμόν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 2· ὁ περιέχων ἰκμάδα, [[ἔνικμος]], Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 16, 4, πρβλ. [[ἀτμιδώδης]]. | |lstext='''ἀτμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), ὁ περιέχων ἀτμόν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 2· ὁ περιέχων ἰκμάδα, [[ἔνικμος]], Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 16, 4, πρβλ. [[ἀτμιδώδης]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[en forma de vapor]] ἀναθυμιάσεις ... ἡ δὲ νοτερὰ καὶ ἀ. Arist.<i>Mu</i>.394<sup>a</sup>14, cf. Arat.<i>Comm</i>.p.126.19, Thphr.<i>CP</i> 3.16.4, Gal.17(2).649, Sch.Hes.<i>Th</i>.276G.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en forma de vapor]] ὥσθ' ἕλκει τῶν σιτίων ὅσον χρηστότατον ἀ. Gal.2.161. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ες,
A = ἀτμιδώδης, Arist.Mu.394a14, Thphr.CP3.16.4. Adv. -δως Gal.Nat.Fac.3.7.
German (Pape)
[Seite 387] = ἀτμιδώδης, Arist. mund. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτμώδης: -ες, (εἶδος), ὁ περιέχων ἀτμόν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 2· ὁ περιέχων ἰκμάδα, ἔνικμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 16, 4, πρβλ. ἀτμιδώδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 en forma de vapor ἀναθυμιάσεις ... ἡ δὲ νοτερὰ καὶ ἀ. Arist.Mu.394a14, cf. Arat.Comm.p.126.19, Thphr.CP 3.16.4, Gal.17(2).649, Sch.Hes.Th.276G.
2 adv. -ως en forma de vapor ὥσθ' ἕλκει τῶν σιτίων ὅσον χρηστότατον ἀ. Gal.2.161.