θεοκατασκεύαστος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_17) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοκατασκεύαστος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἑρμ. τοῦ [[θεόδμητος]], Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 3. 11. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[θεότευκτος]]· [[θεοκατασκεύαστος]]». | |lstext='''θεοκατασκεύαστος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἑρμ. τοῦ [[θεόδμητος]], Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 3. 11. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[θεότευκτος]]· [[θεοκατασκεύαστος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=θεοκατασκεύστος, -ον (AM)<br />ο κατασκευασμένος από θεό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A made by God, ὕμνος Sch.Pi.O.3.11; gloss on θεότευκτον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1195] Erkl. von θεόδματος, Schol. Pind. Ol. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θεοκατασκεύαστος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἑρμ. τοῦ θεόδμητος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 3. 11. - Καθ’ Ἡσύχ. «θεότευκτος· θεοκατασκεύαστος».
Greek Monolingual
θεοκατασκεύστος, -ον (AM)
ο κατασκευασμένος από θεό.