πολύφοιτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύφοιτος''': -ον, ὁ πολὺ συχνάζων που, Μουσαῖ. 18. | |lstext='''πολύφοιτος''': -ον, ὁ πολὺ συχνάζων που, Μουσαῖ. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που συχνάζει πολύ σε ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>φοιτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A much-roaming, Musae.181.
German (Pape)
[Seite 676] viel hin- u. herschweifend, Mus. 181, ξεῖνος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφοιτος: -ον, ὁ πολὺ συχνάζων που, Μουσαῖ. 18.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συχνάζει πολύ σε ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. νεό-φοιτος].