ὑποδέρκομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_5) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποδέρκομαι''': ἀποθ., = [[ὑποβλέπω]], Κόϊντος Σμ. 3, 252. | |lstext='''ὑποδέρκομαι''': ἀποθ., = [[ὑποβλέπω]], Κόϊντος Σμ. 3, 252. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[κοιτάζω]] βλοσυρά, από [[κάτω]] [[προς]] τα [[πάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
A = ὑποβλέπω, Q.S.3.252.
German (Pape)
[Seite 1214] (s. δέρκομαι), wie ὑποβλέπω, finster von unten aufblicken, Qu. Sm. 3, 252.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδέρκομαι: ἀποθ., = ὑποβλέπω, Κόϊντος Σμ. 3, 252.
Greek Monolingual
Α
κοιτάζω βλοσυρά, από κάτω προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»].