ὑποβλέπω
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
Afut. ὑποβλέψομαι Pl.Cri.53b:—look up from under the brows at, look askance at, eye suspiciously or eye angrily (cf. ὑπόδρα), Pherecr. 153.2 (hex.), Ar.Lys.519 (anap.), Th.396; ὑ. αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν Pl.Smp.220b; ὑποβλέψονταί σε διαφθορέα ἡγούμενοι Id.Cri. l.c., cf. Luc.Symp.6, App.Syr.45; also, cast stolen looks at, of lovers, Plu. 2.521b:—Pass., ὑποβλεπώμεθ' ὡς ἐγνωσμένοι E.HF1287.
2 of menacing looks, ἀπειλητικόν τι ὑποβλέπω Luc.Vit.Auct.7; δεινόν τι καὶ θηριῶδες Id.Am.29; ταυρηδὸν ὑ. πρὸς τὸν ἄνδρα = look mischievously, Pl. Phd.117b.
3 ὑποβλέπω ἐλεεινά APl.4.199 (Crin.); ἐς τὸν βάρβαρον Philostr. Jun.Im.2.
II look with the eyes half open, blink, of persons half asleep, Hp.Coac.64, Arist.Insomn.462a22, Pr.958a21.
III look under, ὑποβλέπω τοῖς ληΐοις Plu.2.994c.
German (Pape)
[Seite 1211] von unten aufblicken, darunter hervorblicken, mit halbgeöffneten Augen blinzen, Hippocr.; bes. verstohlen, schüchtern blicken aus Liebe od. Schaam, ταυρηδὸν ὑποβλέψας πρὸς τὸν ἄνθρωπον Plat. Phaed. 117 b; Plut. de curios. 12; aber auch scheel sehen aus Neid od. Zorn und aus Argwohn od. Verachtung, ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει, Luc. Vit. auct. 7. – Auch act., τινά, Einen mit verliebten, neidischen, argwöhnischen, verachtenden Augen ansehen, Ar. Th. 396 Lys. 529; οἱ στρατιῶται ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν Plat. Conv. 220 b; auch med., ὑποβλέψονταί σε διαφθορέα ἡγούμενοι τῶν νόμων Crit. 53 b; pass., ὑποβλεπώμεθ' ὡς ἐγνωσμένοι Eur. Herc. fur. 1287; Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποβλέψομαι, ao. ὑπέβλεψα, etc.
regarder en dessous d'un air défiant ou mécontent : ὑπ. πρός τινα, τινι, τινα regarder qqn avec défiance, jalousie, colère, mépris, etc.
Étymologie: ὑπό, βλέπω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποβλέπω: (редко med.) глядеть искоса или исподлобья (τινά Arph.; πρός τινα Plat.; τινί Plut.): ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν Plat. они косо смотрели на него, полагая, что он издевается над ними; ὑποβλέπων καὶ παρεπιστρεφόμενος Plut. кося глазами назад; δεινόν τι ἐν τοῖς ὄμμασιν ὑ. Luc. бросать кругом грозные взгляды; pass. чувствовать на себе косые взгляды, т. е. быть неприязненно встреченным Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβλέπω: μέλλ. -ψομαι, βλέπω ὑποκάτωθεν τῶν ὀφρύων, βλέπω πρός τινα πλαγίως, μὲ λοξὸν βλέμμα, βλέπω ὑπόπτως ἢ ὀργίλως, Λατ. Iimis oculis suspicere (πρβλ. ὑπόδρα), Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 3, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Θεσμ. 396· ὑποβλ. τινὰ ὡς καταφρονοῦντα σφῶν Πλάτ. Συμπ. 220Β· ὑποβλέψονταί σε διαφθορέα ἡγούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 53Β, πρβλ. Λουκ. Συμπ. 6, Ἀππ. Συρ. 45· - ὡσαύτως, ῥίπτω κρύφια βλέμματα πρός τινα, ἐπὶ ἐραστῶν, Πλούτ. 1. 521Β. - Παθ., ὑποβλεπώμεθ’ ὡς ἐγνωσμένοι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1287. 2) ἐπὶ ἀπειλητικῶν βλεμμάτων, ταυρηδὸν ὑποβλ. πρὸς τὸν ἄνδρα Πλάτ. Φαίδων 117Β· ἀπειλητικόν τι ὑπ. Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7· δεινόν τι καὶ θηριῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 29. 3) ὑπ. ἐλεεινὰ Ἀνθ. Πλαν. 199· ὑπ. τινί, εἴς τινα Πλούτ. 2. 994C, Φιλόστρ. 865. ΙΙ. μεταβατ., βλέπω μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνεῳγμένους, καμμύω, ἐπὶ ἀνθρώπου σχεδὸν κοιμωμένου, Ἱππ. 126D, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 3, 17, πρβλ. Προβλ. 31. 7, 6. - Ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 21.
Greek Monolingual
ὑποβλέπω ΝΜΑ
λοξοκοιτάζω, βλέπω κάποιον με υποψία ή με δυσπιστία και φθόνο (α. «συνεχώς μέ υποβλέπει» β. «οἱ στρατιῶται ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
εποφθαλμιώ κάτι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι (α. «υποβλέπει την περιουσία σου» β. «υποβλέπει την θέση μου»)
μσν.-αρχ.
κοιτάζω με φόβο και σεβασμό («ὑποβλέπειν τὴν θείαν ὀργήν», Κύριλ.)
αρχ.
1. βλέπω με μισόκλειστα μάτια
2. κοιτάζω απειλητικά κάποιον (α. «ταυρηδὸν ὑποβλέψας πρὸς τὸν ἄνθρωπον», Πλάτ.
β. «ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκ.)
3. κοιτάζω με οίκτο ή με συμπάθεια κάποιον
4. κρυφοκοιτάζω, ρίχνω ερωτικές ματιές.
Greek Monotonic
ὑποβλέπω: μέλ. -ψομαι, βλέπω, κοιτάζω κάτω από τα φρύδια, κοιτάζω βιαστικά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτώ, κοιτώ πλαγίως, βλέπω με καχυποψία ή με οργή, Λατ. limis oculis suspicere, σε Πλάτ.· επίσης, ὑποβλέπω ἐλεεινά, ρίχνω βλέμμα οίκτου, σε Ανθ. — Παθ., αντικρύζομαι, αντιμετωπίζομαι με καχυποψία, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ψομαι
to look up from under the brows at, glance at, to look askance at, eye suspiciously or angrily, Lat. limis oculis suspicere, Plat.; also ὑπ. ἐλεεινά to cast piteous glances, Anth.:—Pass. to be looked at with suspicion, Eur.