ῥυπώδης: Difference between revisions
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
(6_7) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῠπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀκάθαρτος]], [[ῥυπαρός]], Διοσκ. 1. 99. | |lstext='''ῥῠπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀκάθαρτος]], [[ῥυπαρός]], Διοσκ. 1. 99. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[ῥύπος]]<br />[[γεμάτος]] ακαθαρσίες, [[ρυπαρός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> <b>εκκλ.</b> βουτηγμένος στην [[αμαρτία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A filthy, dirty, Dsc.1.73, Artem.2.4, al., Vett.Val. 249.25; [ἔμπλαστροι] μελάγχλωροι καὶ ῥ. ὠνομασμέναι Gal.13.460, cf. Cels.5.19.15, al.
German (Pape)
[Seite 852] ες, schmutzig, von schmutzigem Ansehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπώδης: -ες, (εἶδος) ἀκάθαρτος, ῥυπαρός, Διοσκ. 1. 99.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΜΑ ῥύπος
γεμάτος ακαθαρσίες, ρυπαρός
μσν.
μτφ. εκκλ. βουτηγμένος στην αμαρτία.