αὐτοσχεδιαστής: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοσχεδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, [[ἀνεπιτήδειος]], [[τεχνίτης]] Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.
|lstext='''αὐτοσχεδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, [[ἀνεπιτήδειος]], [[τεχνίτης]] Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui s’occupe de qch sans y être préparé.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοσχεδιάζω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[τεχνίτης]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσχεδιαστής Medium diacritics: αὐτοσχεδιαστής Low diacritics: αυτοσχεδιαστής Capitals: ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: autoschediastḗs Transliteration B: autoschediastēs Transliteration C: aftoschediastis Beta Code: au)tosxediasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who acts or speaks offhand: and so, raw hand, bungler, opp. τεχνίτης, X.Lac.13.5.

German (Pape)

[Seite 403] ὁ, der ohne Vorbereitung u. Ueberlegung spricht u. handelt, dah. Pfuscher, Ggstz τεχνίτης Xen. Lac. 13. 5.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, ἀνεπιτήδειος, τεχνίτης Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui s’occupe de qch sans y être préparé.
Étymologie: αὐτοσχεδιάζω.
Ant. τεχνίτης.