εὐθύωρος: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθύωρος''': -ον, κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετ. εὐθύωρον, ὡς Ἐπίρρ. [[εὐθύς]], εὐθύωρον ἄγων, κατ’ εὐθεῖαν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 16· ὁρᾶν [[αὐτόθι]] 7. 5. (Ἡ [[κατάληξις]] -ωρος οὐδεμίαν δύναται νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὸ ὥρα ὡς δεικνύει ἡ [[σημασία]]). | |lstext='''εὐθύωρος''': -ον, κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετ. εὐθύωρον, ὡς Ἐπίρρ. [[εὐθύς]], εὐθύωρον ἄγων, κατ’ εὐθεῖαν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 16· ὁρᾶν [[αὐτόθι]] 7. 5. (Ἡ [[κατάληξις]] -ωρος οὐδεμίαν δύναται νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὸ ὥρα ὡς δεικνύει ἡ [[σημασία]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />direct ; <i>adv.</i> • εὐθύωρον en ligne droite, directement.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[ὥρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A in a straight direction: mostly in neut. εὐθύωρον as Adv., = εὐθύς, εὐ. ἄγειν X.An.2.2.16, Ael. NA11.16; ὁρᾶν ib.7.5: as Adj., εὐθύωρον τὴν ἀναχώρησιν ἐποιήσαντο Anon. ap. EM391.42, cf. Procop.Aed.2.2.
German (Pape)
[Seite 1072] (ὥρα, od. ist ωρος ein bloßes Suffixum?), wohl nur im neutr. εὐθύωρον, das, adverbial gebraucht, von den VLL, κατ' εὐθεῖαν erkl., auch εὐθυωρόν accentuirt wird, geradeaus, geradezu, οὐδ' ἀπέκλινε – ἀλλ' εὐθύωρον ἄγων Xen. An. 2, 2, 16, wie Ael. H. A. 11, 16 u. Sp., die es auch von der Zeit = "auf der Stelle" brauchen.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύωρος: -ον, κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετ. εὐθύωρον, ὡς Ἐπίρρ. εὐθύς, εὐθύωρον ἄγων, κατ’ εὐθεῖαν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 16· ὁρᾶν αὐτόθι 7. 5. (Ἡ κατάληξις -ωρος οὐδεμίαν δύναται νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὸ ὥρα ὡς δεικνύει ἡ σημασία).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
direct ; adv. • εὐθύωρον en ligne droite, directement.
Étymologie: εὐθύς, ὥρα.