ἐπιχρέμπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχρέμπτομαι''': Ἀποθ., [[χρέμπτομαι]] (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον [[λέγω]] τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.
|lstext='''ἐπιχρέμπτομαι''': Ἀποθ., [[χρέμπτομαι]] (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον [[λέγω]] τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.
}}
{{bailly
|btext=cracher sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χρέμπτομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχρέμπτομαι Medium diacritics: ἐπιχρέμπτομαι Low diacritics: επιχρέμπτομαι Capitals: ΕΠΙΧΡΕΜΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: epichrémptomai Transliteration B: epichremptomai Transliteration C: epichremptomai Beta Code: e)pixre/mptomai

English (LSJ)

   A punctuate with spitting, τοῖς λεγομένοις Luc.Rh. Pr.19.

German (Pape)

[Seite 1004] dabei ausspucken, τοῖς λεγομένοις, bei dem Gesagten, Luc. rhet. praec. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρέμπτομαι: Ἀποθ., χρέμπτομαι (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον λέγω τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.

French (Bailly abrégé)

cracher sur.
Étymologie: ἐπί, χρέμπτομαι.