ἐφεδρεία: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφεδρεία''': ἡ, τὸ καθῆσθαι ἐπί τινι, ἐπὶ δένδρεσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 2· ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐφ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 15. 8. ΙΙ. τὸ νὰ κάθηταί τις πλησίον ἀναμένων τὴν σειράν του, ἐπὶ πυγμάχων κτλ., Πλάτ. Νόμ. 819Β. 2) ἐν πολέμῳ, ἡ [[δύναμις]] ἡ ἐπιτηροῦσα καὶ οὖσα ἕτοιμος [[ὅπως]] ἀνακουφίσῃ τὰ κινδυνεύοντα μέρη τοῦ μαχομένου στρατοῦ, Λατιν. Subsidia, Πολύβ. 1. 9, 2. ΙΙΙ. τὸ κεῖσθαι πλησίον, παραμονεύειν, ἡ τῶν πολεμίων ἐφ. Πολύβ. 24. 12, 2· τὸ ἐνεδρεύειν, Λατ. insidiae, Πλούτ. ἐν Φλαμιν. 8.
|lstext='''ἐφεδρεία''': ἡ, τὸ καθῆσθαι ἐπί τινι, ἐπὶ δένδρεσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 2· ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐφ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 15. 8. ΙΙ. τὸ νὰ κάθηταί τις πλησίον ἀναμένων τὴν σειράν του, ἐπὶ πυγμάχων κτλ., Πλάτ. Νόμ. 819Β. 2) ἐν πολέμῳ, ἡ [[δύναμις]] ἡ ἐπιτηροῦσα καὶ οὖσα ἕτοιμος [[ὅπως]] ἀνακουφίσῃ τὰ κινδυνεύοντα μέρη τοῦ μαχομένου στρατοῦ, Λατιν. Subsidia, Πολύβ. 1. 9, 2. ΙΙΙ. τὸ κεῖσθαι πλησίον, παραμονεύειν, ἡ τῶν πολεμίων ἐφ. Πολύβ. 24. 12, 2· τὸ ἐνεδρεύειν, Λατ. insidiae, Πλούτ. ἐν Φλαμιν. 8.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de s’asseoir auprès ; action d’observer, action d’épier ; embûche (<i>cf. lat.</i> insidiae).<br />'''Étymologie:''' [[ἐφεδρεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφεδρεία Medium diacritics: ἐφεδρεία Low diacritics: εφεδρεία Capitals: ΕΦΕΔΡΕΙΑ
Transliteration A: ephedreía Transliteration B: ephedreia Transliteration C: efedreia Beta Code: e)fedrei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a sitting upon, ἐπὶ δένδρεσι Arist.HA614b6; ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐ. Id.IA713a21.    II sitting by, waiting for one's turn, of pugilists, etc., drawing 'byes', Pl.Lg.819b.    2 in war, reserve, Plb.1.9.2, D.S.17.12, D.H.9.57 (pl.): but in pl., observationposts, Ath.Mech.16.4.    III lying near, protection, ἡ τῶν πολεμίων ἐ. Plb.23.16.2; station, post, τῷ φυγόντι ἐξ ἐ. Id.1.17.11; lying in wait, Plu.Flam.8, Onos.14.1.    IV watchfulness against symptoms of disease, περὶ ἐ., title of work by Antonius the Epicurean, Gal.5.1. (Sts. written -ρία.)

German (Pape)

[Seite 1113] ἡ, das Daraufsitzen, ἡ ἐπὶ τοῖς δένδρεσιν ἐφ. Arist. H. A. 9, 9. – Dah. das Aufpassen, Auflauern, καὶ κατασκοπή Plut. Flamin. 8; das Darauffolgen, Eintreten des neuen Fechters, πυκτῶν καὶ παλαιστῶν Plat. Legg. VII, 819 b; dah. im Kriege die Reserve, Pol. 1, 9, 2; ἐφεδρείας ἔχοντες τάξιν 3, 45, 5, öfter, wie Sp., D. Hal. 9, 57; D. Sic. 14, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεδρεία: ἡ, τὸ καθῆσθαι ἐπί τινι, ἐπὶ δένδρεσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 2· ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐφ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 15. 8. ΙΙ. τὸ νὰ κάθηταί τις πλησίον ἀναμένων τὴν σειράν του, ἐπὶ πυγμάχων κτλ., Πλάτ. Νόμ. 819Β. 2) ἐν πολέμῳ, ἡ δύναμις ἡ ἐπιτηροῦσα καὶ οὖσα ἕτοιμος ὅπως ἀνακουφίσῃ τὰ κινδυνεύοντα μέρη τοῦ μαχομένου στρατοῦ, Λατιν. Subsidia, Πολύβ. 1. 9, 2. ΙΙΙ. τὸ κεῖσθαι πλησίον, παραμονεύειν, ἡ τῶν πολεμίων ἐφ. Πολύβ. 24. 12, 2· τὸ ἐνεδρεύειν, Λατ. insidiae, Πλούτ. ἐν Φλαμιν. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de s’asseoir auprès ; action d’observer, action d’épier ; embûche (cf. lat. insidiae).
Étymologie: ἐφεδρεύω.