ὀξυθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_17) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξῠθάνᾰτος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἀποθνήσκων, [[βραχύβιος]], Εὐναπ. Ἐκλογ. σ. 293 ἔκδ. Mai. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ταχέως]] φονεύων, Στράβ. 823. | |lstext='''ὀξῠθάνᾰτος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἀποθνήσκων, [[βραχύβιος]], Εὐναπ. Ἐκλογ. σ. 293 ἔκδ. Mai. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ταχέως]] φονεύων, Στράβ. 823. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξυθάνατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνει πρόωρα, λιγόζωος, [[βραχύβιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί τον θάνατο [[μέσα]] σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]], που φονεύει [[ταχέως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A dying quickly, shortlived, Eun. Hist.p.269 D., Heliod.Astr. in Cat.Cod.Astr.4.154. II killing quickly, Str.17.2.4 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 352] schnell tödtend, ἀσπίς, Strab. 17, 2, im compar.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθάνᾰτος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, βραχύβιος, Εὐναπ. Ἐκλογ. σ. 293 ἔκδ. Mai. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ταχέως φονεύων, Στράβ. 823.
Greek Monolingual
ὀξυθάνατος, -ον (Α)
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, λιγόζωος, βραχύβιος
2. αυτός που προκαλεί τον θάνατο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, που φονεύει ταχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + θάνατος.