φωρά: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωρά''': Ἰων. φωρή, ἡ, (φὼρ) [[κλοπή]], Βίων 9. 6, Νικ. Ἀλεξιφ. 273, καὶ (κατὰ τὸν Ἑρμανν.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 136. ΙΙ. [[ἀνακάλυψις]], ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φωρᾷ Διογέν. Λαέρτ. 1. 96· μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν [[ἑαυτοῦ]] κατειπεῖν Ἀχιλλ. Τάτ. 7. 11· φ. γοήτων Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 213C· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λ. φωρᾶν ἔχει «φώρην· ἔρευναν», πρβλ. [[φωράω]], [[αὐτόφωρος]].
|lstext='''φωρά''': Ἰων. φωρή, ἡ, (φὼρ) [[κλοπή]], Βίων 9. 6, Νικ. Ἀλεξιφ. 273, καὶ (κατὰ τὸν Ἑρμανν.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 136. ΙΙ. [[ἀνακάλυψις]], ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φωρᾷ Διογέν. Λαέρτ. 1. 96· μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν [[ἑαυτοῦ]] κατειπεῖν Ἀχιλλ. Τάτ. 7. 11· φ. γοήτων Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 213C· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λ. φωρᾶν ἔχει «φώρην· ἔρευναν», πρβλ. [[φωράω]], [[αὐτόφωρος]].
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> vol, larcin;<br /><b>2</b> recherche, découverte d’un voleur, d’un objet volé.<br />'''Étymologie:''' [[φώρ]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωρά Medium diacritics: φωρά Low diacritics: φωρά Capitals: ΦΩΡΑ
Transliteration A: phōrá Transliteration B: phōra Transliteration C: fora Beta Code: fwra/

English (LSJ)

Ion. φωρή, ἡ, (φώρ)

   A theft, h.Merc.136 (prob. for φωνῆς), 385, BionFr.8.6, Nic.Al.273; ἱερῶν χρημάτων SIG672.16 (Delph., ii B. C.); ἔνοχοι ὄντες φωρᾷ Sammelb.4638.17 (ii B. C.); ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, Poll.8.69.    II detection, discovery, τῆς ἀλλοτριολογίας Phld.Acad.Ind.p.67 M.; ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φ. D.L.1.96; μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ach.Tat.7.11. (φώρης codd. Nic. l.c.; Hsch. has φωρά· κλοπή, but φώρην· τὴν ἔρευναν.)

German (Pape)

[Seite 1322] ᾶς, ἡ, ion. φωρή, der Diebstahl; H. h. Merc. 136 nach Herm. Em.; οὐκ ἐπὶ φωρὰν ἔρχομαι Bion. 16, 6.

Greek (Liddell-Scott)

φωρά: Ἰων. φωρή, ἡ, (φὼρ) κλοπή, Βίων 9. 6, Νικ. Ἀλεξιφ. 273, καὶ (κατὰ τὸν Ἑρμανν.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 136. ΙΙ. ἀνακάλυψις, ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φωρᾷ Διογέν. Λαέρτ. 1. 96· μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ἀχιλλ. Τάτ. 7. 11· φ. γοήτων Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 213C· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λ. φωρᾶν ἔχει «φώρην· ἔρευναν», πρβλ. φωράω, αὐτόφωρος.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 vol, larcin;
2 recherche, découverte d’un voleur, d’un objet volé.
Étymologie: φώρ.