ἁμαξόποδες: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(6_15) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμαξόποδες''': οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: [[ἁμαξήποδες]] ἐν [[Πολυδ]]. 1. 253, «[[ἁμαξήποδες]], ὑφ’ ὧν ὁ [[ἄξων]] ἕλκεται στρεφόμενος.» | |lstext='''ἁμαξόποδες''': οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: [[ἁμαξήποδες]] ἐν [[Πολυδ]]. 1. 253, «[[ἁμαξήποδες]], ὑφ’ ὧν ὁ [[ἄξων]] ἕλκεται στρεφόμενος.» | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=οι<br />υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, [[μέσα]] στα οποία στρέφονταν τα [[άκρα]] τών αξόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>πόδες</i>, πληθ. του ουσ. [[πους]], <i>ποδός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
οἱ,
A = ἁμαξήποδες, Vitr.10.14.1.
German (Pape)
[Seite 116] Vitruv. 10, 20, Achsenscheeren, arbusculae, in quibus versantur rotarum axes, vgl. ἁμαξήποδες.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξόποδες: οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: ἁμαξήποδες ἐν Πολυδ. 1. 253, «ἁμαξήποδες, ὑφ’ ὧν ὁ ἄξων ἕλκεται στρεφόμενος.»
Greek Monolingual
οι
υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, μέσα στα οποία στρέφονταν τα άκρα τών αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + πόδες, πληθ. του ουσ. πους, ποδός].