μιλτόπρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
(6_17) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιλτόπρεπτος''': -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν ἐρυθρὸν [[χρῶμα]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 114. ― Ἀλλὰ παρ’ Εὐσταθίῳ 1254, 27 γράφεται μιλτόπρεπος, «μιλτοπρέποις, [[ἤγουν]] ἐρυθροῖς». | |lstext='''μιλτόπρεπτος''': -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν ἐρυθρὸν [[χρῶμα]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 114. ― Ἀλλὰ παρ’ Εὐσταθίῳ 1254, 27 γράφεται μιλτόπρεπος, «μιλτοπρέποις, [[ἤγουν]] ἐρυθροῖς». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιλτόπρεπτος]], -ον και, [[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>, μιλτόπρεπος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο [[χρώμα]], όπως η [[μίλτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπτος</i> και -<i>πρεπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεό</i>-<i>πρεπτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bright-red, A.Fr.116.
German (Pape)
[Seite 186] roth aussehend, Aesch. frg. 107 bei Ath. II, 51 d. Bei Eust. 1254, 26 steht μιλτοπρέποις.
Greek (Liddell-Scott)
μιλτόπρεπτος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν ἐρυθρὸν χρῶμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 114. ― Ἀλλὰ παρ’ Εὐσταθίῳ 1254, 27 γράφεται μιλτόπρεπος, «μιλτοπρέποις, ἤγουν ἐρυθροῖς».
Greek Monolingual
μιλτόπρεπτος, -ον και, κατά τον Ευστ., μιλτόπρεπος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα, όπως η μίλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πρεπτος και -πρεπος (< πρέπω), πρβλ. θεό-πρεπτος].