πολυαλθής: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(6_8)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυαλθής''': ές. ([[ἄλθος]]) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ [[ἰαματικός]], Διοσκ. 3. 163.
|lstext='''πολυαλθής''': ές. ([[ἄλθος]]) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ [[ἰαματικός]], Διοσκ. 3. 163.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ [[ιαματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>αλθής</i>, <i>παν</i>-<i>αλθής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαλθής Medium diacritics: πολυαλθής Low diacritics: πολυαλθής Capitals: ΠΟΛΥΑΛΘΗΣ
Transliteration A: polyalthḗs Transliteration B: polyalthēs Transliteration C: polyalthis Beta Code: polualqh/s

English (LSJ)

ές, (ἄλθος)

   A curing many diseases, Dsc.3.146.

German (Pape)

[Seite 659] ές, viele Krankheiten heilend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαλθής: ές. (ἄλθος) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ ἰαματικός, Διοσκ. 3. 163.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ-αλθής, παν-αλθής].