κατάχυμα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάχυμα''': τό, τὸ καταχεόμενον [[ὕδωρ]] ἐπὶ λουτρῶνος καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀμμών.
|lstext='''κατάχυμα''': τό, τὸ καταχεόμενον [[ὕδωρ]] ἐπὶ λουτρῶνος καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀμμών.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κατάχυμα]]) [[καταχέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τα [[πλάγια]] δοκάρια της στέγης στο σύνολό τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[νερό]] που χύνεται με [[ορμή]] [[πάνω]] στους λουομένους<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[περίσσεια]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχῠμα Medium diacritics: κατάχυμα Low diacritics: κατάχυμα Capitals: ΚΑΤΑΧΥΜΑ
Transliteration A: katáchyma Transliteration B: katachyma Transliteration C: katachyma Beta Code: kata/xuma

English (LSJ)

ατος, τό, bath-water, Ammon.Diff.p.78 V.; κ., = perfusio and κ. ζωμοῦ, = tucca, Gloss.: but in pl., = καταχύσματα, Them.Or. 23.293c.

German (Pape)

[Seite 1392] τό, das Daraufgegossene, bes. das Wasser, mit dem man beim Aussteigen aus dem Bade begossen wurde, Ammon. Vgl. κατάχυσμα u. Lob. paralip. 420.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχυμα: τό, τὸ καταχεόμενον ὕδωρ ἐπὶ λουτρῶνος καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀμμών.

Greek Monolingual

το (Α κατάχυμα) καταχέω
νεοελλ.
τα πλάγια δοκάρια της στέγης στο σύνολό τους
αρχ.
1. το νερό που χύνεται με ορμή πάνω στους λουομένους
2. αφθονία, περίσσεια.