ἀήσσητος: Difference between revisions
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀήσσητος''': Ἀττ. [[ἀήττητος]], ον, [[ἀνίκητος]], μὴ ἡττηθείς, Θουκ. 6. 70. Λυσ. 914, ἐν τέλ., Δημ. 309, 17. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ, Πλάτ. Πολ. 375Β. | |lstext='''ἀήσσητος''': Ἀττ. [[ἀήττητος]], ον, [[ἀνίκητος]], μὴ ἡττηθείς, Θουκ. 6. 70. Λυσ. 914, ἐν τέλ., Δημ. 309, 17. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ, Πλάτ. Πολ. 375Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>att.</i> [[ἀήττητος]];<br /><b>1</b> non vaincu;<br /><b>2</b> invincible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, ἡσσάομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἀήττητος, ον,
A unconquered, not beaten, Th.6.70, Lys.33.7, D.18.247, AP7.741 (Crin.), etc.; esp. of the Stoic sage, Zeno Stoic.1.53,etc. 2 unconquerable, Pl.R.375b, Phld.D.3Fr.88b.
German (Pape)
[Seite 44] unbesiegt, Thuc. 6, 70, s. ἀήττητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήσσητος: Ἀττ. ἀήττητος, ον, ἀνίκητος, μὴ ἡττηθείς, Θουκ. 6. 70. Λυσ. 914, ἐν τέλ., Δημ. 309, 17. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ, Πλάτ. Πολ. 375Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
att. ἀήττητος;
1 non vaincu;
2 invincible.
Étymologie: ἀ, ἡσσάομαι.