σοβάς: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
(6_4)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοβάς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[σοβαρός]], ἐπὶ βακχῶν καὶ ἑταιρῶν, [[αὐθάδης]], [[ἀναιδής]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 62. ΙΙ. ἡ [[σοβάς]], [[εἶδος]] ὀρχήσεως, Ἀθήν. 629F. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπερήφανοι. ἄστατοι. μαινόμενοι».
|lstext='''σοβάς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[σοβαρός]], ἐπὶ βακχῶν καὶ ἑταιρῶν, [[αὐθάδης]], [[ἀναιδής]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 62. ΙΙ. ἡ [[σοβάς]], [[εἶδος]] ὀρχήσεως, Ἀθήν. 629F. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπερήφανοι. ἄστατοι. μαινόμενοι».
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> (για βάκχες και εταίρες) [[αυθάδης]], [[αναιδής]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σοβῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]].———————— <b>(II)</b><br />και [[σουβάς]], ὁ, Ν<br /><b>(οικοδ.)</b> (κν. ονομ.) το [[επίχρισμα]] τοίχου, αλλ. [[αμμοκονίαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>siva</i>].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοβάς Medium diacritics: σοβάς Low diacritics: σοβάς Capitals: ΣΟΒΑΣ
Transliteration A: sobás Transliteration B: sobas Transliteration C: sovas Beta Code: soba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, poet. fem. of σοβαρός, of bacchanals and courtesans,

   A insolent, capricious, Eup.344, cf. Ph.1.568, 2.266.    II ἡ σοβάς, a kind of dance, Ath.14.629f.

German (Pape)

[Seite 912] άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu σοβαρός, heftig, ungestüm im Gange, von Bacchantinnen; eitel, hoffährtig, Eupolis bei Schol. Ar. Pax 812; bei Ath. XIV, 629 f ein komischer Tanz; Hesych. erkl. ὑπερήφανοι, ἄστατοι, μαινόμεναι.

Greek (Liddell-Scott)

σοβάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ σοβαρός, ἐπὶ βακχῶν καὶ ἑταιρῶν, αὐθάδης, ἀναιδής, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 62. ΙΙ. ἡ σοβάς, εἶδος ὀρχήσεως, Ἀθήν. 629F. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπερήφανοι. ἄστατοι. μαινόμενοι».

Greek Monolingual

(I)
-άδος, ἡ, Α
1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. -άς, -άδος].———————— (II)
και σουβάς, ὁ, Ν
(οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva].