ἰσχυροσώματος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡροσώματος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν [[σῶμα]], [[δυνατός]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἀλ. 1. 360.
|lstext='''ἰσχῡροσώματος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν [[σῶμα]], [[δυνατός]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἀλ. 1. 360.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυροσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό [[σώμα]], [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απαλο</i>-<i>σώματος</i>, <i>ηδυ</i>-<i>σώματος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡροσώματος Medium diacritics: ἰσχυροσώματος Low diacritics: ισχυροσώματος Capitals: ΙΣΧΥΡΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: ischyrosṓmatos Transliteration B: ischyrosōmatos Transliteration C: ischyrosomatos Beta Code: i)sxurosw/matos

English (LSJ)

ον,

   A gloss on ὀβριμοεργός, Sch.Opp.H.1.360.

German (Pape)

[Seite 1273] von starkem Körper, Schol. Opp. Hal. 1, 360.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡροσώματος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν σῶμα, δυνατός, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἀλ. 1. 360.

Greek Monolingual

ἰσχυροσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλο-σώματος, ηδυ-σώματος].